κίθαρος

κίθαρος
κίθαρος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.)
1. ο θώρακας τού σώματος, το στήθος
2. είδος ψαριού τής Ερυθράς Θάλασσας, ιερού τού Απόλλωνος, αλλ. κιθαρωδός
3. επίσης είδος ψαριού τού Νείλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα. Το σχήμα τής κιθάρας οδήγησε στην παρομοίωση με τον θώρακα (πρβλ. και γαλλ. caisse «ηχείο τής κιθάρας» και «θώρακας». Οι ονομ. τών ψαριών οφείλονται στο σχήμα τού σώματός τους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κίθαρος — chest masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρου — κίθαρος chest masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρους — κίθαρος chest masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρων — κίθαρος chest masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρῳ — κίθαρος chest masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίθαροι — κίθαρος chest masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίθαρον — κίθαρος chest masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κιθάριον — κιθάριον, τὸ (Α) υποκορ. του ψαριού κίθαρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κιθαργός — κιθαργός, ὁ (Μ) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. κίθαρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”